- προπορεύεται
- προπορεύομαιpres ind mp 3rd sgπροπορεύωcause to go beforepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπροσθοφυλακή — Το επικεφαλής στοιχείο μιας δύναμης που προελαύνει και έχει ως κύρια αποστολή την εξασφάλιση της απρόσκοπτης κίνησης του κύριου σώματος. Αναλυτικότερα, η αποστολή της ε. είναι να αναζητά και να εκμεταλλεύεται τα κενά του εχθρικού αμυντικού… … Dictionary of Greek
ηγεμονία — η (AM ἡγεμονία) 1. το να είναι κάποιος ηγεμόνας, κυριαρχία, αρχηγία, εξουσία 2. η πρωτεύουσα θέση, η πρώτη θέση 3. πολιτική κυριαρχία («η ηγεμονία τής Αγγλίας πάνω σε πολλές χώρες» 4. κράτος («τοῑς καλοῑς τῆς ἡγεμονίας νόμοις», Αθην.Μηχ.) 5. η… … Dictionary of Greek
ηγεμόνας — ο, θηλ. ηγεμονίδα (AM ἡγεμών, θηλ. ἡγεμονίς και ποιητ. τ. ἡγεμονηΐς, Α δωρ. τ. ἁγεμών, αιολ. τ. ἀγίμων, θηλ. και ἡγεμών και ἡγεμόνισσα και ἡγεμόνη, δωρ. ἁγεμόνη) [ηγούμαι] 1. αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο επικεφαλής 2. άρχων μιας χώρας, μονάρχης … Dictionary of Greek
ιχνηλάτης — Κατηγορία σκύλων που ανήκουν σε διάφορες ράτσες αλλά έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα να παρακολουθούν το θήραμά τους. Οι πιο διαδεδομένοι σκύλοι αυτού του είδους είναι οι γαλλικοί, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα, οι ελβετικοί και οι… … Dictionary of Greek
καθοδηγός — καθοδηγός, ὁ (Α) 1. αυτός που οδηγεί σε κάτι, οδηγός («εὐσεβέσιν καθοδηγὲ καλῶν») 2. (ειδ.) αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο («τῶν καθοδηγῶν κατ ἄγνοιαν πολὺ ἐκτραπομένων», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁδηγός] … Dictionary of Greek
κεσέμι — το το κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί τα πρόβατα, μπροστάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kosem] … Dictionary of Greek
κτίλος — κτίλος, ον (AM) ήμερος, πράος, ευπειθής («ἦσαν δὲ κτίλα πάντα καὶ ἀνθρώποισι προσηνῆ», Εμπ.) αρχ. 1. (για τον ιερέα τής Αφροδίτης) αγαπητός, προσφιλής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κτίλος το κριάρι που προπορεύεται τού ποιμνίου 3. φρ. «κτίλα ὤεα» πιθ.… … Dictionary of Greek
μπροστινός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, εμπρόσθιος, πρόσθιος 2. αυτός που αποτελεί την όψη ή βρίσκεται στο εμπρόσθιο μέρος ενός πράγματος 3. αυτός που προπορεύεται, που προηγείται 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μπροστινά τα εμπρόσθια μέρη τού… … Dictionary of Greek
οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… … Dictionary of Greek
οδοδείκτης — και οδοδείχτης, ο (Μ ὁδοδείκτης) νεοελλ. πινακίδα σε διασταύρωση οδών που δείχνει τις κατευθύνσεις και τις χιλιομετρικές αποστάσεις προς τα πλησιέστερα κατοικημένα σημεία μσν. αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο, ο οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek